- κρητισμός
- κρητισμός, ὁ (Α)1. η συμπεριφορά τών Κρητών2. ψευδολογία («ὁ δὲ κρητισμῷ χρησάμενος τὰ μὲν χρήματα νύκτωρ ανέλαβεν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρητισμῷ — Κρητισμός Cretan behaviour masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)